αρμοδιότητα
Greek
Etymology
From Byzantine Greek ἁρμοδιότης (harmodiótēs), equivalent to αρμόδιος (armódios, “competent, responsible”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Pronunciation
- IPA(key): /aɾmoðiˈotita/
- Hyphenation: αρ‧μο‧δι‧ό‧τη‧τα
Noun
αρμοδιότητα • (armodiótita) f (plural αρμοδιότητες)
- province, domain, competence (power or right to exercise authority)
- Αυτό το ζήτημα είναι εκτός της αρμοδιότητάς μου. ― Aftó to zítima eínai ektós tis armodiótitás mou. ― This issue is outside of my domain.
- παραχωρώ την αρμοδιότητα ― parachoró tin armodiótita ― to yield authority
- (law) jurisdiction, competence (legal authority to deal with a matter)
- Το δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εκδικάσει την υπόθεση. ― To dikastírio den échei armodiótita na ekdikásei tin ypóthesi. ― The court does not have the jurisdiction to try the case.
Declension
declension of αρμοδιότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρμοδιότητα • | αρμοδιότητες • |
genitive | αρμοδιότητας • | αρμοδιοτήτων • |
accusative | αρμοδιότητα • | αρμοδιότητες • |
vocative | αρμοδιότητα • | αρμοδιότητες • |
Synonyms
- (jurisdiction, competence, province, domain): δικαιοδοσία f (dikaiodosía)
Antonyms
- (jurisdiction, competence, province, domain): αναρμοδιότητα f (anarmodiótita)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.