αρρωστημένος
Greek
Etymology
Passive participle of αρρωσταίνω (arrostaíno) or αρρωστώ (a verb with active forms only).
Pronunciation
- IPA(key): /arostiˈmenos/
- Hyphenation: αρ‧ρω‧στη‧μέ‧νος
Participle
αρρωστημένος • (arrostiménos) m (feminine αρρωστημένη, neuter αρρωστημένο)
- beyond normal, healthy boundaries, pervert
- Το αρρωστημένο του μυαλό, η αρρωστημένη του φαντασία, τον οδήγησαν στο έγκλημα.
- To arrostiméno tou myaló, i arrostiméni tou fantasía, ton odígisan sto égklima.
- His sick mind, his sick imagination, led him to the crime.
- (literally, rare) sick
- (of plants, fruits) sickly
Declension
declension of αρρωστημένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αρρωστημένος | αρρωστημένη | αρρωστημένο | αρρωστημένοι | αρρωστημένες | αρρωστημένα |
genitive | αρρωστημένου | αρρωστημένης | αρρωστημένου | αρρωστημένων | αρρωστημένων | αρρωστημένων |
accusative | αρρωστημένο | αρρωστημένη | αρρωστημένο | αρρωστημένους | αρρωστημένες | αρρωστημένα |
vocative | αρρωστημένε | αρρωστημένη | αρρωστημένο | αρρωστημένοι | αρρωστημένες | αρρωστημένα |
Synonyms
Derived terms
- αρρωστημένα (arrostiména, adverb)
Related terms
- άρρωστος (árrostos)
- αρρωστιάρης (arrostiáris)
- αρρωστιάρικος (arrostiárikos)
- αρρωσταίνω (arrostaíno, verb)
- and see: αρρώστια (arróstia, “sickness”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.