αυστηρότητα
Greek
Etymology
From Ancient Greek αὐστηρότης (austērótēs), equivalent to αυστηρός (afstirós, “strict”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Declension
declension of αυστηρότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυστηρότητα • | αυστηρότητες • |
genitive | αυστηρότητας • | αυστηροτήτων • |
accusative | αυστηρότητα • | αυστηρότητες • |
vocative | αυστηρότητα • | αυστηρότητες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.