αἵρεσις

Ancient Greek

Etymology

αἱρέω (hairéō) + -σῐς (-sis)

Pronunciation

 

Noun

αἵρεσῐς (haíresis) f (genitive αἱρέσεως or αἱρέσῐος); third declension

  1. taking, receiving
  2. a choice, selection
  3. a purpose
  4. a system of principles
  5. (philosophy, religion) a school of thought, sect
  6. (Christianity, Koine) a heresy

Declension

  • αἱρέσια (hairésia)
  • αἱρεσιαρχέω (hairesiarkhéō)
  • αἱρεσιάρχης (hairesiárkhēs)
  • αἱρέσιμος (hairésimos)
  • αἱρεσιομάχος (hairesiomákhos)
  • αἱρεσιώτης (hairesiṓtēs)
  • αἱρετέος (hairetéos)
  • αἱρετής (hairetḗs)
  • αἱρετίζω (hairetízō)
  • αἱρετικός (hairetikós)
  • αἱρετίς (hairetís)
  • αἱρετιστής (hairetistḗs)
  • αἱρετός (hairetós)
  • αἱρησιτείχης (hairēsiteíkhēs)

Derived terms

  • ἀναίρεσις (anaíresis)
  • ἀνθαίρεσις (anthaíresis)
  • ἀνθυφαίρεσις (anthuphaíresis)
  • ἀνταναίρεσις (antanaíresis)
  • ἀντιδιαίρεσις (antidiaíresis)
  • ἀντιπροαίρεσις (antiproaíresis)
  • ἀφαίρεσις (aphaíresis)
  • διαίρεσις (diaíresis)
  • ἐξαίρεσις (exaíresis)
  • ἐπαναίρεσις (epanaíresis)
  • ἐπαφαίρεσις (epaphaíresis)
  • ἐπιδιαίρεσις (epidiaíresis)
  • καθαίρεσις (kathaíresis)
  • καταδιαίρεσις (katadiaíresis)
  • καταίρεσις (kataíresis)
  • κτηναφαίρεσις (ktēnaphaíresis)
  • παραίρεσις (paraíresis)
  • παραφαίρεσις (paraphaíresis)
  • περιαίρεσις (periaíresis)
  • προαίρεσις (proaíresis)
  • προαναίρεσις (proanaíresis)
  • προσθαφαίρεσις (prosthaphaíresis)
  • προσυναίρεσις (prosunaíresis)
  • συναίρεσις (sunaíresis)
  • συναναίρεσις (sunanaíresis)
  • ὑπεξαίρεσις (hupexaíresis)
  • ὑποδιαίρεσις (hupodiaíresis)
  • ὑφαίρεσις (huphaíresis)

Descendants

References

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.