βοιωτικός
Greek
Declension
declension of βοιωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοιωτικός | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικοί | βοιωτικές | βοιωτικά |
genitive | βοιωτικού | βοιωτικής | βοιωτικού | βοιωτικών | βοιωτικών | βοιωτικών |
accusative | βοιωτικό | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικούς | βοιωτικές | βοιωτικά |
vocative | βοιωτικέ | βοιωτική | βοιωτικό | βοιωτικοί | βοιωτικές | βοιωτικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.