βοσνιακός
Greek
Adjective
βοσνιακός • (vosniakós) m (feminine βοσνιακή, neuter βοσνιακό)
- Bosnian (relating to Bosnia or its people)
Declension
declension of βοσνιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοσνιακός | βοσνιακή | βοσνιακό | βοσνιακοί | βοσνιακές | βοσνιακά |
genitive | βοσνιακού | βοσνιακής | βοσνιακού | βοσνιακών | βοσνιακών | βοσνιακών |
accusative | βοσνιακό | βοσνιακή | βοσνιακό | βοσνιακούς | βοσνιακές | βοσνιακά |
vocative | βοσνιακέ | βοσνιακή | βοσνιακό | βοσνιακοί | βοσνιακές | βοσνιακά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.