βοτανικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek βοτανικός (botanikós), from βοτάνη (botánē, “herb, pasture”), from βόσκω (bóskō, “to graze”)
Declension
declension of βοτανικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βοτανικός | βοτανική | βοτανικό | βοτανικοί | βοτανικές | βοτανικά |
genitive | βοτανικού | βοτανικής | βοτανικού | βοτανικών | βοτανικών | βοτανικών |
accusative | βοτανικό | βοτανική | βοτανικό | βοτανικούς | βοτανικές | βοτανικά |
vocative | βοτανικέ | βοτανική | βοτανικό | βοτανικοί | βοτανικές | βοτανικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.