βουλευτής
Greek
Etymology
From Ancient Greek βουλευτής (bouleutḗs, “counsellor”)
Pronunciation
- IPA(key): /vuleˈftis/
- Hyphenation: βου‧λευ‧τής
Noun
βουλευτής • (vouleftís) m or f (plural βουλευτές or βουλευτάδες, feminine βουλευτίνα)
Declension
declension of βουλευτής
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | βουλευτής • | βουλευτές • βουλευτάδες • | |
genitive | βουλευτή • | βουλευτών • βουλευτάδων • | |
accusative | βουλευτή • | βουλευτές • βουλευτάδες • | |
vocative | βουλευτή • | βουλευτές • βουλευτάδες • | |
There is a feminine genitive singular βουλευτού • |
Further reading
βουλευτής on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.