βρεφοκομείο
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /vɾefokoˈmio/
- Hyphenation: βρε‧φο‧κο‧μεί‧ο
Noun
βρεφοκομείο • (vrefokomeío) n (plural βρεφοκομεία)
Declension
declension of βρεφοκομείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βρεφοκομείο • | βρεφοκομεία • |
genitive | βρεφοκομείου • | βρεφοκομείων • |
accusative | βρεφοκομείο • | βρεφοκομεία • |
vocative | βρεφοκομείο • | βρεφοκομεία • |
Synonyms
- ορφανοτροφείο n (orfanotrofeío, “orphanage”)
Derived terms
- βρεφοκομία f (vrefokomía, “infant care, baby nursing”)
- βρεφοκόμος m or f (vrefokómos, “baby nurse”)
- βρεφοκομώ (vrefokomó, “to nurse babies”)
Related terms
- έκθετο n (éktheto, “foundling”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.