γαλβανισμένος
Greek
Adjective
γαλβανισμένος • (galvanisménos) m (feminine γαλβανισμένη, neuter γαλβανισμένο)
- galvanised (UK), galvanized (US)
- σιδηροσωλήνας γαλβανισµένος (galvanised iron pipes)
Declension
declension of γαλβανισμένος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαλβανισμένος | γαλβανισμένη | γαλβανισμένο | γαλβανισμένοι | γαλβανισμένες | γαλβανισμένα |
genitive | γαλβανισμένου | γαλβανισμένης | γαλβανισμένου | γαλβανισμένων | γαλβανισμένων | γαλβανισμένων |
accusative | γαλβανισμένο | γαλβανισμένη | γαλβανισμένο | γαλβανισμένους | γαλβανισμένες | γαλβανισμένα |
vocative | γαλβανισμένε | γαλβανισμένη | γαλβανισμένο | γαλβανισμένοι | γαλβανισμένες | γαλβανισμένα |
Related terms
- γαλβανίζω (galvanízo, “to galvanise”)
- γαλβανισμός m (galvanismós, “galvanisation”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.