γαϊδουροκαλόκαιρο
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ɣaiðuɾokaˈloceɾo/
- Hyphenation: γαϊ‧δου‧ρο‧κα‧λό‧και‧ρο
Noun
γαϊδουροκαλόκαιρο • (gaïdourokalókairo) n (plural γαϊδουροκαλόκαιρα)
- Indian summer (stretch of sunny and warm days during late autumn)
Declension
declension of γαϊδουροκαλόκαιρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γαϊδουροκαλόκαιρο • | γαϊδουροκαλόκαιρα • |
genitive | γαϊδουροκαλόκαιρου • | γαϊδουροκαλόκαιρων • |
accusative | γαϊδουροκαλόκαιρο • | γαϊδουροκαλόκαιρα • |
vocative | γαϊδουροκαλόκαιρο • | γαϊδουροκαλόκαιρα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.