γκανέζικος
Greek
Declension
declension of γκανέζικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γκανέζικος | γκανέζικη | γκανέζικο | γκανέζικοι | γκανέζικες | γκανέζικα |
genitive | γκανέζικου | γκανέζικης | γκανέζικου | γκανέζικων | γκανέζικων | γκανέζικων |
accusative | γκανέζικο | γκανέζικη | γκανέζικο | γκανέζικους | γκανέζικες | γκανέζικα |
vocative | γκανέζικε | γκανέζικη | γκανέζικο | γκανέζικοι | γκανέζικες | γκανέζικα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.