γραμματοκιβώτιο
Greek
Declension
declension of γραμματοκιβώτιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | γραμματοκιβώτιο • | γραμματοκιβώτια • |
genitive | γραμματοκιβωτίου • | γραμματοκιβωτίων • |
accusative | γραμματοκιβώτιο • | γραμματοκιβώτια • |
vocative | γραμματοκιβώτιο • | γραμματοκιβώτια • |
Related terms
- γραμματόσημο n (grammatósimo, “postage stamp”)
- and see: γραμματεία f (grammateía, “secretariat”)
See also
- ταχυδρομείο n (tachydromeío, “postoffice”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.