γροιλανδικός
Greek
Adjective
γροιλανδικός • (groilandikós) m (feminine γροιλανδική, neuter γροιλανδικό)
Declension
declension of γροιλανδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γροιλανδικός | γροιλανδική | γροιλανδικό | γροιλανδικοί | γροιλανδικές | γροιλανδικά |
genitive | γροιλανδικού | γροιλανδικής | γροιλανδικού | γροιλανδικών | γροιλανδικών | γροιλανδικών |
accusative | γροιλανδικό | γροιλανδική | γροιλανδικό | γροιλανδικούς | γροιλανδικές | γροιλανδικά |
vocative | γροιλανδικέ | γροιλανδική | γροιλανδικό | γροιλανδικοί | γροιλανδικές | γροιλανδικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.