δημοσκόπηση
Greek
Declension
declension of δημοσκόπηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δημοσκόπηση • | δημοσκοπήσεις • |
genitive | δημοσκόπησης • δημοσκοπήσεως • | δημοσκοπήσεων • |
accusative | δημοσκόπηση • | δημοσκοπήσεις • |
vocative | δημοσκόπηση • | δημοσκοπήσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.