διάσειση
Greek
Declension
declension of διάσειση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διάσειση • | διασείσεις • |
genitive | διάσεισης • διασείσεως • | διασείσεων • |
accusative | διάσειση • | διασείσεις • |
vocative | διάσειση • | διασείσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.