διαβατήριο
Greek
Noun
διαβατήριο • (diavatírio) n (plural διαβατήρια)
Declension
declension of διαβατήριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαβατήριο • | διαβατήρια • |
genitive | διαβατηρίου • | διαβατηρίων • |
accusative | διαβατήριο • | διαβατήρια • |
vocative | διαβατήριο • | διαβατήρια • |
Related terms
- έλεγχος διαβατηρίων m (élenchos diavatiríon, “passport control”)
See also
- Appendix:Greek phrasebook/Travel
Further reading
διαβατήριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.