διαλειμματάκι
Greek
Noun
διαλειμματάκι • (dialeimmatáki) n (plural διαλειμματάκια)
- diminutive of διάλειμμα (diáleimma, “short break”)
Declension
declension of διαλειμματάκι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διαλειμματάκι • | διαλειμματάκια • |
genitive | — | — |
accusative | διαλειμματάκι • | διαλειμματάκια • |
vocative | διαλειμματάκι • | διαλειμματάκια • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.