διαταγή
Greek
Noun
διαταγή
•
(
diatagí
)
f
(
plural
διαταγές
)
command
,
order
Declension
declension of διαταγή
singular
plural
nominative
διαταγή
•
διαταγές
•
genitive
διαταγής
•
διαταγών
•
accusative
διαταγή
•
διαταγές
•
vocative
διαταγή
•
διαταγές
•
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.