διεύθυνση
Greek
Noun
διεύθυνση • (diéfthynsi) f (plural διευθύνσεις)
- management, direction, organisation (of business, organisation, etc)
- home address, abode
- direction of travel
Declension
declension of διεύθυνση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διεύθυνση • | διευθύνσεις • |
genitive | διεύθυνσης • διευθύνσεως • | διευθύνσεων • |
accusative | διεύθυνση • | διευθύνσεις • |
vocative | διεύθυνση • | διευθύνσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.