δικάταρτος
Greek
Declension
declension of δικάταρτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δικάταρτος | δικάταρτη | δικάταρτο | δικάταρτοι | δικάταρτες | δικάταρτα |
genitive | δικάταρτου | δικάταρτης | δικάταρτου | δικάταρτων | δικάταρτων | δικάταρτων |
accusative | δικάταρτο | δικάταρτη | δικάταρτο | δικάταρτους | δικάταρτες | δικάταρτα |
vocative | δικάταρτε | δικάταρτη | δικάταρτο | δικάταρτοι | δικάταρτες | δικάταρτα |
Related terms
- δικάταρτο n (dikátarto, “two-masted ship”)
- τρικάταρτος (trikátartos, “three-masted”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.