διχοτόμηση
Greek
Noun
διχοτόμηση • (dichotómisi) f (plural διχοτομήσεις)
Declension
declension of διχοτόμηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | διχοτόμηση • | διχοτομήσεις • |
genitive | διχοτόμησης • διχοτομήσεως • | διχοτομήσεων • |
accusative | διχοτόμηση • | διχοτομήσεις • |
vocative | διχοτόμηση • | διχοτομήσεις • |
Synonyms
- (split): διχασμός m (dichasmós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.