δοκιμαστικός σωλήνας
Greek
Noun
δοκιμαστικός σωλήνας • (dokimastikós solínas) m (plural δοκιμαστικοί σωλήνες)
Declension
declension of δοκιμαστικός σωλήνας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δοκιμαστικός σωλήνας • | δοκιμαστικοί σωλήνες • |
genitive | δοκιμαστικού σωλήνα • | δοκιμαστικών σωλήνων • |
accusative | δοκιμαστικό σωλήνα • | δοκιμαστικούς σωλήνες • |
vocative | δοκιμαστικέ σωλήνα • | δοκιμαστικοί σωλήνες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.