δραματουργία
Greek
Noun
δραματουργία • (dramatourgía) f (plural δραματουργίες)
Declension
declension of δραματουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραματουργία • | δραματουργίες • |
genitive | δραματουργίας • | δραματουργιών • |
accusative | δραματουργία • | δραματουργίες • |
vocative | δραματουργία • | δραματουργίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.