δραστηριότητα
Greek
Etymology
From Byzantine Greek δραστηριότης (drastēriótēs), equivalent to δραστήριος (drastírios, “active”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”).
Noun
δραστηριότητα • (drastiriótita) f (plural δραστηριότητες)
- activity
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
- Maths activities for the nursery school.
- Δραστηριότητα μαθηματικών για το νηπιαγωγείο.
Declension
declension of δραστηριότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δραστηριότητα • | δραστηριότητες • |
genitive | δραστηριότητας • | δραστηριοτήτων • |
accusative | δραστηριότητα • | δραστηριότητες • |
vocative | δραστηριότητα • | δραστηριότητες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.