δυσλειτουργία
Greek
Declension
declension of δυσλειτουργία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | δυσλειτουργία • | δυσλειτουργίες • |
genitive | δυσλειτουργίας • | δυσλειτουργιών • |
accusative | δυσλειτουργία • | δυσλειτουργίες • |
vocative | δυσλειτουργία • | δυσλειτουργίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.