εθνικίστρια
Greek
Noun
εθνικίστρια • (ethnikístria) f (plural εθνικίστριες, masculine εθνικιστής)
- nationalist (female advocate of nationalism)
Declension
declension of εθνικίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εθνικίστρια • | εθνικίστριες • |
genitive | εθνικίστριας • | εθνικιστριών • |
accusative | εθνικίστρια • | εθνικίστριες • |
vocative | εθνικίστρια • | εθνικίστριες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.