εθνικός
Greek
Etymology
Inherited from Ancient Greek ἐθνικός (ethnikós). Synchronically analysable as έθνος (éthnos, “nation”) + -ικός (-ikós).
Adjective
εθνικός • (ethnikós) m (feminine εθνική, neuter εθνικό)
- national
- Εθνικού Θεάτρου ― Ethnikoú Theátrou ― National Theatre
- εθνικό λαχείο ― ethnikó lacheío ― national lottery
Declension
declension of εθνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εθνικός | εθνική | εθνικό | εθνικοί | εθνικές | εθνικά |
genitive | εθνικού | εθνικής | εθνικού | εθνικών | εθνικών | εθνικών |
accusative | εθνικό | εθνική | εθνικό | εθνικούς | εθνικές | εθνικά |
vocative | εθνικέ | εθνική | εθνικό | εθνικοί | εθνικές | εθνικά |
Further reading
- εθνικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.