εθολογία
Greek
Noun
εθολογία
•
(
ethología
)
f
(
plural
εθολογίες
)
(
biology
,
psychology
)
ethology
Declension
declension of εθολογία
singular
plural
nominative
εθολογία
•
εθολογίες
•
genitive
εθολογίας
•
εθολογιών
•
accusative
εθολογία
•
εθολογίες
•
vocative
εθολογία
•
εθολογίες
•
Synonyms
ηθολογία
f
(
ithología
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.