εισιτήριο διάρκειας
See also: εισιτήριο διαρκείας
Greek
Noun
εισιτήριο διάρκειας • (eisitírio diárkeias) n (plural εισιτήρια διάρκειας)
- Alternative form of εισιτήριο διαρκείας (eisitírio diarkeías)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.