εκατό
See also: εκατό-
Greek
Alternative forms
- (Katharevousa) εκατόν (ekatón)
Etymology
From Ancient Greek ἑκατόν (hekatón)
Related terms
- εκατό ένα (ekató éna, “101”)
- εκατόμβη (ekatómvi, “hecatomb”)
- εκατομμύριο (ekatommýrio, “million”)
- εκατομμυριούχος m or f (ekatommyrioúchos, “millionaire”)
- εκατοντάδα (ekatontáda, “set of 100”)
- εκατονταετηρίδα (ekatontaetirída, “century, centenary”)
- εκατονταετής (ekatontaetís, “centenarian, of 100 years”)
- εκατονταετία (ekatontaetía, “100 years, century”)
- εκατονταπλάσιος (ekatontaplásios, “100fold”)
- εκατονταρχία f (ekatontarchía, “centurian”)
- εκατόνταρχος m (ekatóntarchos, “centurian”)
- εκατοστημόριο (ekatostimório, “1/100”)
- εκατοστίζω (ekatostízo, “to be 100 years old”)
- εκατοστό (ekatostó, “1 cm”)
- εκατοστόγραμμο n (ekatostógrammo, “1 centigram”)
- εκατοστόμετρο (ekatostómetro, “1 cm”)
- εκατοστόμετρον (ekatostómetron, “1 cm”)
- εκατοστός (ekatostós, “1/100”)
- εκατοστός πρώτος (ekatostós prótos, “101st”)
- εκατόχρονος (ekatóchronos, “100 year”, adjective)
- καμιά εκατοστή (kamiá ekatostí, “100ish”)
- κατοστάρι (katostári, “100 euro note, 100 metres race, etc”)
- κατοστάρικο (katostáriko, “100 euro note”)
- τοις εκατό (tois ekató, “percent”)
Noun
εκατό • (ekató) n (indeclinable)
See also
- Greek number and measurement
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.