εκβιομηχάνιση
Greek
Declension
Declension of εκβιομηχάνιση (ekviomichánisi)
singular | |
---|---|
nominative | εκβιομηχάνιση • |
genitive | εκβιομηχάνισης • εκβιομηχανίσεως • |
accusative | εκβιομηχάνιση • |
vocative | εκβιομηχάνιση • |
Related terms
- see: βιομηχανία f (viomichanía, “industry”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.