εκκεντρικότητα
Greek
Etymology
εκκεντρικός (ekkentrikós, “eccentric”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1891.
Noun
εκκεντρικότητα • (ekkentrikótita) f (plural εκκεντρικότητες)
- eccentricity (eccentric behaviour)
Declension
declension of εκκεντρικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκκεντρικότητα • | εκκεντρικότητες • |
genitive | εκκεντρικότητας • | εκκεντρικοτήτων • |
accusative | εκκεντρικότητα • | εκκεντρικότητες • |
vocative | εκκεντρικότητα • | εκκεντρικότητες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.