εκπαραθύρωση
Greek
Etymology
From εκ (ek, “out of, de-”) + παράθυρο (paráthyro, “window”) + -ωση (-osi, “-ation”). Calque of French défenestration.
Pronunciation
- IPA(key): /ekpaɾaˈθiɾosi/
- Hyphenation: εκ‧πα‧ρα‧θύ‧ρω‧ση
Noun
εκπαραθύρωση • (ekparathýrosi) f (plural εκπαραθυρώσεις)
- defenestration (act of throwing a person out of a window)
- Η εκπαραθύρωση της Πράγας ― I ekparathýrosi tis Prágas ― The defenestration of Prague
- (figuratively) expulsion (possibly with violence)
- Η εκπαραθύρωση του υπουργό αφήνει κενή την έδρα του. ― I ekparathýrosi tou ypourgó afínei kení tin édra tou. ― The expulsion of the minister leaves his seat empty.
Declension
declension of εκπαραθύρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκπαραθύρωση • | εκπαραθυρώσεις • |
genitive | εκπαραθύρωσης • εκπαραθυρώσεως • | εκπαραθυρώσεων • |
accusative | εκπαραθύρωση • | εκπαραθυρώσεις • |
vocative | εκπαραθύρωση • | εκπαραθυρώσεις • |
Synonyms
- (expulsion): αποπομπή f (apopompí)
Derived terms
- εκπαραθυρώνω (ekparathyróno, “to defenestrate”)
Further reading
- εκπαραθύρωση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.