ελονοσία
Greek
Noun
ελονοσία
•
(
elonosía
)
f
(
plural
ελονοσίες
)
(
medicine
)
malaria
Declension
declension of ελονοσία
singular
plural
nominative
ελονοσία
•
ελονοσίες
•
genitive
ελονοσίας
•
ελονοσιών
•
accusative
ελονοσία
•
ελονοσίες
•
vocative
ελονοσία
•
ελονοσίες
•
Synonyms
μαλάρια
f
(
malária
)
Related terms
έλος
n
(
élos
,
“
marsh, swamp
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.