εμπορευματοποίηση
Greek
Noun
εμπορευματοποίηση • (emporevmatopoíisi) f (plural εμπορευματοποιήσεις)
- commercialization (UK), commercialisation (US)
Declension
declension of εμπορευματοποίηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπορευματοποίηση • | εμπορευματοποιήσεις • |
genitive | εμπορευματοποίησης • εμπορευματοποιήσεως • | εμπορευματοποιήσεων • |
accusative | εμπορευματοποίηση • | εμπορευματοποιήσεις • |
vocative | εμπορευματοποίηση • | εμπορευματοποιήσεις • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.