ενδοσκόπηση
Greek
Etymology
ενδο- (endo-, “inside”) + -σκόπηση (-skópisi, “looking”)
Declension
declension of ενδοσκόπηση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενδοσκόπηση • | ενδοσκοπήσεις • |
genitive | ενδοσκόπησης • ενδοσκοπήσεως • | ενδοσκοπήσεων • |
accusative | ενδοσκόπηση • | ενδοσκοπήσεις • |
vocative | ενδοσκόπηση • | ενδοσκοπήσεις • |
Coordinate terms
- κολονοσκόπηση f (kolonoskópisi, “colonoscopy”)
Further reading
- ενδοσκόπηση in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
ενδοσκόπηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.