ενημέρωση

Greek

Etymology

From ενημερώνω (enimeróno, inform) + -ση (-si, suffix for feminine nouns from -σις).

Pronunciation

  • IPA(key): /e.ni.ˈme.ro.si/
  • Hyphenation: ε‧νη‧μέ‧ρω‧ση

Noun

ενημέρωση (enimérosi) f (plural ενημερώσεις)

  1. information up-to-date, briefing
    H ενημέρωση από τα ΜΜΕ πρέπει να είναι αντικειμενική.
    H enimérosi apó ta MME prépei na eínai antikeimenikí.
    The information offered by the media should be objective.
  2. the update, recording of changes
    Οι ενημερώσεις για το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή σας γίνονται αυτόματα.
    Oi enimeróseis gia to leitourgikó sýstima tou ypologistí sas gínontai aftómata.
    The updates for the operating system of your computer, are done automatically.
    Η ενημέρωση του τραπεζικού σας λογαριασμού θα σας σταλεί ταχυδρομικά.
    I enimérosi tou trapezikoú sas logariasmoú tha sas staleí tachydromiká.
    Your bank account's update will be sent to you by mail.

Declension

Synonyms

  • πληροφόρηση f (plirofórisi)
  • and κατατόπιση f (katatópisi, familiarization, informing), γνωστοποίηση f (gnostopoíisi, making known)

Derived terms

Expressions (all adjectives, feminine):

  • έγκαιρη (égkairi, promptly) ενημέρωση (enimérosi)
  • έγκυρη (égkyri, valid) ενημέρωση (enimérosi)
  • επίσημη (epísimi, official), ανεπίσημη (anepísimi, unofficial, informal) ενημέρωση (enimérosi)
  • καθημερινή (kathimeriní, daily) ενημέρωση (enimérosi)
  • υπεύθυνη (ypéfthyni, reliable, responsible) ενημέρωση (enimérosi)
  • ανενημέρωτος (anenimérotos, not informed)
  • ενήμερος (enímeros, informed)
  • ενημερωτικός (enimerotikós, informing)
  • see: ενημερώνω (enimeróno, inform)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.