εντροπία
See also:
ἐντροπία
Greek
Noun
εντροπία
•
(
entropía
)
f
(
plural
εντροπίες
)
(
physics
)
entropy
Declension
declension of εντροπία
singular
plural
nominative
εντροπία
•
εντροπίες
•
genitive
εντροπίας
•
εντροπιών
•
accusative
εντροπία
•
εντροπίες
•
vocative
εντροπία
•
εντροπίες
•
See also
ενθαλπία
f
(
enthalpía
,
“
enthalpy
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.