εξολόθρευση
Greek
Declension
declension of εξολόθρευση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξολόθρευση • | εξολοθρεύσεις • |
genitive | εξολόθρευσης • εξολοθρεύσεως • | εξολοθρεύσεων • |
accusative | εξολόθρευση • | εξολοθρεύσεις • |
vocative | εξολόθρευση • | εξολοθρεύσεις • |
See also
- ολοκαύτωμα n (olokáftoma, “holocaust”)
- γενοκτονία f (genoktonía, “genocide”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.