εξωμήτριος
Greek
Adjective
εξωμήτριος • (exomítrios) m (feminine εξωμήτριος or εξωμήτρια, neuter εξωμήτριο)
Declension
declension of εξωμήτριος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξωμήτριος | εξωμήτριος / εξωμήτρια | εξωμήτριο | εξωμήτριοι | εξωμήτριοι / εξωμήτριες | εξωμήτρια |
genitive | εξωμήτριου | εξωμήτριου / εξωμήτριας | εξωμήτριου | εξωμήτριων | εξωμήτριων | εξωμήτριων |
accusative | εξωμήτριο | εξωμήτριο / εξωμήτρια | εξωμήτριο | εξωμήτριους | εξωμήτριους / εξωμήτριες | εξωμήτρια |
vocative | εξωμήτριε | εξωμήτριε / εξωμήτρια | εξωμήτριο | εξωμήτριοι | εξωμήτριοι / εξωμήτριες | εξωμήτρια |
Synonyms
- έκτοπος (éktopos, “ectopic, mispositioned”)
Related terms
- εξωμήτριος κύηση f (exomítrios kýisi, “ectopic pregnancy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.