επανένωση
Greek
Noun
επανένωση • (epanénosi) f (uncountable)
- reunification, reunion
- η γερμανική επανένωση
- the German reunification
- η γερμανική επανένωση
Declension
Declension of επανένωση (epanénosi)
singular | |
---|---|
nominative | επανένωση • |
genitive | επανένωσης • επανενώσεως • |
accusative | επανένωση • |
vocative | επανένωση • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.