επανόρθωση
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐπανόρθω(σῐς) (epanórthō(sis)) + modern ending -ση. Morphologically, from επ- (“re-”) + ανόρθωση.
Pronunciation
- IPA(key): /e.paˈnor.θo.si/
- Hyphenation: ε‧πα‧νόρ‧θω‧ση
Declension
declension of επανόρθωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επανόρθωση • | επανορθώσεις • |
genitive | επανόρθωσης • επανορθώσεως • | επανορθώσεων • |
accusative | επανόρθωση • | επανορθώσεις • |
vocative | επανόρθωση • | επανορθώσεις • |
Related terms
- ανεπανόρθωτος (anepanórthotos, “irreperable”)
- ανόρθωση f (anórthosi, “lifting up”)
- see: επανορθώνω (epanorthóno, “repair”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.