επιβατικός
Greek
Adjective
επιβατικός • (epivatikós) m (feminine επιβατική, neuter επιβατικό)
- passenger
- επιβατικός σταθμός ― epivatikós stathmós ― passenger station
Declension
declension of επιβατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιβατικός | επιβατική | επιβατικό | επιβατικοί | επιβατικές | επιβατικά |
genitive | επιβατικού | επιβατικής | επιβατικού | επιβατικών | επιβατικών | επιβατικών |
accusative | επιβατικό | επιβατική | επιβατικό | επιβατικούς | επιβατικές | επιβατικά |
vocative | επιβατικέ | επιβατική | επιβατικό | επιβατικοί | επιβατικές | επιβατικά |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.