επιθυμία
See also:
ἐπιθυμία
Greek
Noun
επιθυμία
•
(
epithymía
)
f
(
plural
επιθυμίες
)
desire
wish
Declension
declension of επιθυμία
singular
plural
nominative
επιθυμία
•
επιθυμίες
•
genitive
επιθυμίας
•
επιθυμιών
•
accusative
επιθυμία
•
επιθυμίες
•
vocative
επιθυμία
•
επιθυμίες
•
Synonyms
λαχτάρα
f
(
lachtára
)
See also
λαγνεία
f
(
lagneía
,
“
lust
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.