επιστροφή
Greek
Noun
επιστροφή • (epistrofí) f (plural επιστροφές)
Declension
declension of επιστροφή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστροφή • | επιστροφές • |
genitive | επιστροφής • | επιστροφών • |
accusative | επιστροφή • | επιστροφές • |
vocative | επιστροφή • | επιστροφές • |
Synonyms
- επάνοδος m (epánodos)
- αλέ-ρετούρ n (alé-retoúr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.