επιτραπέζιος
Greek
Adjective
επιτραπέζιος • (epitrapézios) m (feminine επιτραπέζια, neuter επιτραπέζιο)
Declension
declension of επιτραπέζιος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιτραπέζιος | επιτραπέζια | επιτραπέζιο | επιτραπέζιοι | επιτραπέζιες | επιτραπέζια |
genitive | επιτραπέζιου | επιτραπέζιας | επιτραπέζιου | επιτραπέζιων | επιτραπέζιων | επιτραπέζιων |
accusative | επιτραπέζιο | επιτραπέζια | επιτραπέζιο | επιτραπέζιους | επιτραπέζιες | επιτραπέζια |
vocative | επιτραπέζιε | επιτραπέζια | επιτραπέζιο | επιτραπέζιοι | επιτραπέζιες | επιτραπέζια |
Related terms
- επιτραπέζια αντισφαίριση f (epitrapézia antisfaírisi, “table tennis”)
- επιτραπέζιος οίνος m (epitrapézios oínos, “table wine”)
- επιτραπέζιο παιχνίδι n (epitrapézio paichnídi, “board game”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.