επιτροπή
Greek
Noun
επιτροπή • (epitropí) f (plural επιτροπές)
- panel, committee
- commission
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή ― Evropaïkí Epitropí ― European Commission
Declension
declension of επιτροπή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιτροπή • | επιτροπές • |
genitive | επιτροπής • | επιτροπών • |
accusative | επιτροπή • | επιτροπές • |
vocative | επιτροπή • | επιτροπές • |
Synonyms
- πάνελ n (pánel)
Derived terms
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή f (Evropaïkí Epitropí, “European Commission”)
Further reading
επιτροπή on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.