ερμητικός
Greek
Declension
declension of ερμητικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερμητικός | ερμητική | ερμητικό | ερμητικοί | ερμητικές | ερμητικά |
genitive | ερμητικού | ερμητικής | ερμητικού | ερμητικών | ερμητικών | ερμητικών |
accusative | ερμητικό | ερμητική | ερμητικό | ερμητικούς | ερμητικές | ερμητικά |
vocative | ερμητικέ | ερμητική | ερμητικό | ερμητικοί | ερμητικές | ερμητικά |
Synonyms
- αεροστεγής (aerostegís)
- στεγανός (steganós)
Related terms
- ερμητικά (ermitiká, “hermetically”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.