ερυθροκύανος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /eriθroˈcianos/
- Hyphenation: ε‧ρυ‧θρο‧κύ‧α‧νος
Adjective
ερυθροκύανος • (erythrokýanos) m (feminine ερυθροκύανη, neuter ερυθροκύανο)
Declension
declension of ερυθροκύανος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερυθροκύανος | ερυθροκύανη | ερυθροκύανο | ερυθροκύανοι | ερυθροκύανες | ερυθροκύανα |
genitive | ερυθροκύανου | ερυθροκύανης | ερυθροκύανου | ερυθροκύανων | ερυθροκύανων | ερυθροκύανων |
accusative | ερυθροκύανο | ερυθροκύανη | ερυθροκύανο | ερυθροκύανους | ερυθροκύανες | ερυθροκύανα |
vocative | ερυθροκύανε | ερυθροκύανη | ερυθροκύανο | ερυθροκύανοι | ερυθροκύανες | ερυθροκύανα |
Synonyms
- μοβ (mov, “purple”) (usual modern term)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.